|
(αόρ. παρεξέτρεψα, παθ. αόρ. παρεξετράπην) полит. допускать уклон; быть уклонистом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово допускать уклон? — παρεκτρέπω как на (ново)греческом будет слово быть уклонистом? — παρεκτρέπω как с (ново)греческого переводится слово παρεκτρέπω? — допускать уклон, быть уклонистом — ανεύφλεκτος — συμπαθής — μάλις — ανομιμοποίητος — τραγανίζω — εμβρυολόγος — κηπουρικά — αναντιπροσώπευτος — δεκαημερία — κυστεοσκόπηση — στοιχειοθέτης — ξανοίγομαι — κουπί — αυτοκυρίαρχος — Αιγυπτιώτης — φτηνιάρικος — σέμπρος — καταπροδίνω — τριαντάρης — αστικοποιούμαι — ποσοστό |
|||