|
ο прям., перен. руль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово руль? — οίαξ как с (ново)греческого переводится слово οίαξ? — руль — αφιλοπατρία — επισημασμένος — στρογγυλάδα — μετενσάρκωση — ικρίωμα — ταπητουργός — ευγνωμονώ — χειροποίητος — αίγειος — προπομπή — λασπερός — ισχίο — χεροβολιάζω — παιδολογικός — ψοφοδιψώ — παραλαβή — Ρουμάνα — παιδολογία — αποτείνω — τσαπατσουλιά — υπνογένεια |
|||