Новогреческий словарь
οίαξ
οίαξ
ο прям., перен.
руль
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
руль
? —
οίαξ
как с
(ново)греческого
переводится слово
οίαξ
? — руль
#
(ново)греческий словарь
—
τυφλότητα
—
σκιά
—
χωννύω
—
ποώδης
—
ορφανοτροφείο
—
κατώγι
—
ξεμώρατος
—
τσάτσος
—
δυσανάβατος
—
παλιατζούρα
—
οστεϊχθύες
—
υπερμετρωπία
—
φωτογράφημα
—
καϊκτσής
—
ανάποδη
—
δερματικός
—
αναγυρίδα
—
σκιτζίδικος
—
προέλευση
—
αναψύχω
—
χρησμοδόχος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,