|
η биол. овогенез #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово овогенез? — ωογονία как с (ново)греческого переводится слово ωογονία? — овогенез — σφούγγισμα — αυτοτιμωρία — αιματόβρεκτος — διαπερώ — γραμματοσημεμπορία — ξαρματώνω — κιβωτιοποιός — μπριζόλα — βομβαρδιστικό — ξεφούρνισμα — μόλυνση — γύπας — ορειχαλκουργός — ψέλλισμα — υμνογραφία — αποζητώ — ενετή — αθύμιαστος — αληθολάτρης — ανθρωπάκος — ξενόμορφος |
|||