Новогреческий словарь
προσκεφάλαιον
προσκεφάλαιον
το
подушка
;
μαλακό ~ — мягкая подушка
;
~α τού καναπέ — валики дивана
;
κάθομαι (или αγρυπνώ) στό προσκέφαλο του — [phrase]не отходить от постели [/phrase] (больного)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
подушка
? —
προσκεφάλαιον
как с
(ново)греческого
переводится слово
προσκεφάλαιον
? — подушка
#
(ново)греческий словарь
—
γεροντόπιασμα
—
πλευριτώνω
—
ονομαστός
—
εικονολογία
—
οινοπώλισσα
—
δεινοποιώ
—
ευθάλεια
—
αχρονολόγητος
—
πανδαισία
—
ασυγνέφιαστος
—
αφορίζω
—
βουρλιάζω
—
συγκλονισμός
—
ευωδιασμένος
—
ενατενίζω
—
καβγαδίζω
—
ανευλάβειο
—
—
ισραηλίτης
—
νηφαλιότητα
—
πλαδαρώς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве