|
ο охотящийся за женихом (о родственниках невесты) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово охотящийся за женихом? — γαμβροθήρας как с (ново)греческого переводится слово γαμβροθήρας? — охотящийся за женихом — πλαγιοφύλαξη — τριτώνω — Νοέμβρης — κονσερβοποιός — οδοντογιατρός — φουντωμένος — γενωμένος — επαγρύπνηση — σχεδιογράφος — ψευτοπαλληκαράς — προεόρτιος — απόξυσμα — εκθρονίζω — Αμερικάνος — συνταιριάζω — Νάρκισσος — πεζή — δετήρας — παρανάλωμα — γενναριάτικος — ίο |
|||