|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αντίζυγο? — — απαραίτητος — θρύλος — ιδιότροπος — παρακύηση — ημίλιτρον — δωρητήριο — έκφανση — τσιρλητό — φραγκορραφτάδικο — τάδε — γύμνασμα — αρθριτικός — τυροπιτάκι — ευσταχιανός — σερμπέτι — αχλαδέα — τσατμάς — πυροβολώ — ανεξασθένητος — εκδορά — λύτρο |
|||