|
το свиное сало #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свиное сало? — γλινό как с (ново)греческого переводится слово γλινό? — свиное сало — κοινωνιολόγος — γουρλωμένος — πρωτυτερινός — μυασθενικός — παγίς — κουβαρντοσύνη — αντιπατριωτικός — ωροσκοπία — ποτοπωλείο — αρσανάς — ποντιφικός — ερχόμενος — αγκάθι — περίπτωση — επιχειρηματικότητα — αμολόητος — αμπελουργική — ακρόμακρα — σκερτσάρω — επείγει — μοσχομάγκα |
|||