|
основывающийся на аналогиях (в рассуждениях и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово основывающийся на аналогиях? — αναλογιστικός как с (ново)греческого переводится слово αναλογιστικός? — основывающийся на аналогиях — επικαταλλαγή — κατωτέρω — οριζοντιότητα — ασμένως — αγαλμάτινος — εξαιτούμαι — λιθογραφία — βαριοκαρδίζω — μυρμηγκοφωλιά — αποκαρδιωτικός — μαργωτίδα — δοσιμετρικός — μάζωξη — κουρελιάρισσα — εξωνάρθηκας — παγοπέδιλο — καθαρτικός — μπελτές — γαλατόσαρκος — αναβατήρας — εξάμβλυνση |
|||