|
, η, ο афонский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово афонский? — αθωνίτικος как с (ново)греческого переводится слово αθωνίτικος? — афонский — έμπυος — κυμβαλισμός — φρίμασμα — υπερίδρωσις — πρόνοια — πυλη — δοξομανία — ομοφυλία — αναμιμνήσκω — τυλιγάδι — κοκαϊνομανία — εγκαρδκοτικός — παγανίστρια — λιμαδόρα — βαλάντωμα — συμβολίζω — χονδρόκολλα — αρίθμητος — ελεφαντομάχος — καλτσοποιία — αναστάσιμος |
|||