|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γεννηταρούδι? — — γερόντιον — κοχιάζω — γιουρντάρω — μανθάνω — αμακατζήδικος — αναστομώνω — ανθότυρος — θανατοποινίτισσα — μαθητεία — χαροκόπος — ατμίς — μασχάλη — μαγγάνη — συντομογραφικός — οξύτονος — βιβλιοφιλία — ακροκέραμο — στήριγμα — ευγενέστερος — αρτισύστατος — ξεκοκκάλιασμα |
|||