|
ο барабанщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово барабанщик? — τυμπανιστής как с (ново)греческого переводится слово τυμπανιστής? — барабанщик — φωσφορούχος — μολοσσός — δίεδρος — λιβαδοπονία — παράνομος — τυπωθήτω — ασπαστός — κηρόπανο — διεθνικός — ωμοθεραπεία — αντιουδαϊσμός — βουκώνω — αναβίβαστρον — αδιατάραχτος — φαραώνια — ζυγόδεσμο — λουπινάρι — λεφτουδάκια — παράς — αζύγιαχτος — ερματίζω |
|||