Новогреческий словарь
ιθαγένεια
ιθαγένεια
η
гражданство
;
αποκτώ ~ — принимать гражданство
;
αφαιρώ τήν ~ или στερώ της ~είας — лишать гражданства
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гражданство
? —
ιθαγένεια
как с
(ново)греческого
переводится слово
ιθαγένεια
? — гражданство
#
(ново)греческий словарь
—
καινοτομία
—
ακροζυγιάζομαι
—
καμποτίνος
—
τριφωφοσφορικός
—
βοτρυοειδής
—
τυλώδης
—
χρωμοτυπογραφία
—
άθρεπτος
—
βαναυσοτέχνημα
—
εκπλέω
—
βορράς
—
σουτιέν
—
φαλιδώνω
—
αμακατζού
—
αγκυροβόληση
—
κομπάζω
—
υπερστέγασμα
—
εξατμίζω
—
προγραμματισμα
—
χυδαϊστί
—
βενετσιάνικα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве