|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αδιαβροχοποιούμαι? — — εμπόρευμα — κοινοτοπία — βουτροφία — χνούς — τριγλί — ὠτακουστέω — τσιμπημένος — αποπίσο — επίλεκτος — στουπόχορτο — παρακάλιο — οσφραντικότητα — εξωλέμβιος — απομαδίζω — φουσκοθαλασσιά — συχωρνάω — μονόλεπτος — κηρογροφία — ποδηγέτης — κυάνωση — αρκούμαι |
|||