|
действенный, эффективный; ~ά μέτρα — действенные меры; ~ό μέσο — действенное средство; ~ή βολή — огонь на поражение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово действенный? — δραστικός как на (ново)греческом будет слово эффективный? — δραστικός как с (ново)греческого переводится слово δραστικός? — действенный, эффективный — εμπιστευτικά — φυτειά — αναρρίπιση — καλαφάτισμα — κατσικόδρομος — αφ' ής — εκπίεσμα — καλοφτιαγμένος — μεγαλουσιάνος — χρυσοκέφαλος — αδιαμφισβήτητος — καθοριστικός — καζίνο — αποχαιρετιέμαι — παγκόσμιος — γοργοδιαβαίνω — συμμοριακός — χρηστοήθεια — βάβισμα — φορολογικός — ανακτώ |
|||