Новогреческий словарь
καπνοσύριγγος
καπνοσύριγγ|ος
η уст. 1)
мундштук
;
2)
курительная трубка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мундштук
? —
καπνοσύριγγος
как на
(ново)греческом
будет слово
курительная трубка
? —
καπνοσύριγγος
как с
(ново)греческого
переводится слово
καπνοσύριγγος
? — мундштук, курительная трубка
#
(ново)греческий словарь
—
εμβατήριο
—
καταστάμενος
—
αβαλσάμωτος
—
τρελλαμάρα
—
χρηματιστής
—
γαζωτός
—
δέλφινας
—
ακουαρελίστας
—
κεραμώνας
—
αισχρολογία
—
λαγάνα
—
μεφιτικός
—
διαγώνισμα
—
λεχουσιά
—
δικαιώνομαι
—
σταυλάρχης
—
αμούχλιαστος
—
ψίτ
—
μπούνια
—
ηγεμονίδα
—
γερδέλι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,