Новогреческий словарь
επιλήσμον
επιλήσμον
забывчивый; беспамятный
(разг.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
забывчивый
? —
επιλήσμον
как на
(ново)греческом
будет слово
беспамятный
? —
επιλήσμον
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιλήσμον
? — забывчивый, беспамятный
#
(ново)греческий словарь
—
καψίδιασμα
—
συνεταιρισμένος
—
μακρομούτσουνος
—
συνδιδακτικός
—
αλληλοπρόγονα
—
ιδεοκρατικός
—
αδικοβάνω
—
ηράσθην
—
καζάνας
—
γεροντοπός
—
λιογέννητος
—
χρεώλυτρον
—
παγκοσμιοποιημένος
—
Ζουμπουλία
—
ελευτερώνω
—
προσμειγνύω
—
σάργος
—
ανεμοστεγής
—
υπογάστριο
—
εξουθένωση
—
βίκα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве