|
η помол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово помол? — άλεση как с (ново)греческого переводится слово άλεση? — помол — γκαζομηχανή — άδοτος — μωροφιλοδοξία — παρηγόρια — αστροφυσικός — φαρισαϊος — οικολογικός — αισχρολόγος — βλογώ — στράτα — στάχτωμα — αντικείμενο — ασχημοκαμωμένος — ελεγκτήριο — φρύγω — πρόσγειος — αερόμετρο — εξυβρίζω — αγερασιά — θηριοτροφείο — προετοιμασμένος |
|||