Новогреческий словарь
αντιδάκτυλος
αντιδάκτυλ|ος
ο 1)
большой палец
(руки);
2) стих.
анапест
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
большой палец
? —
αντιδάκτυλος
как на
(ново)греческом
будет слово
анапест
? —
αντιδάκτυλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντιδάκτυλος
? — большой палец, анапест
#
(ново)греческий словарь
—
σύλησις
—
γυμνισμός
—
κοχλιόκρανον
—
γόνδολα
—
μνηστεία
—
φιλονομία
—
εισπράττω
—
στάμνα
—
αραποφάσουλο
—
ταπητουργείο
—
λούπης
—
αφυλάκωτος
—
φορτηγάκι
—
ραντιέρης
—
αιθυλικός
—
παρακελευστικός
—
αυτογραφία
—
γριγρί
—
συνοσφαλίστρια
—
διαλογιομαι
—
δωρολήπτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве