|
прям., перен. ослеплять; τόν έχει ~ώσει τό πάθος — его ослепила страсть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ослеплять? — αποτυφλώνω как с (ново)греческого переводится слово αποτυφλώνω? — ослеплять — έφιππος — αρνόγλωσσο — πολυδουλεμένος — προδομένος — διπλότυπο — χά — ραμφοειδής — αποκασμού — ερμαφρόδιτος — μοιχεύω — Βενετσιάνος — γαιανθρακεμπόριον — ευκίνητο — άχνισμα — σαπωνικός — χασάς — φουτουριστής — εμβαδικός — ανελυγκιάζω — επτακοσάρα — επιτυχημένος |
|||