|
тенистый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тенистый? — κατάσκιος как с (ново)греческого переводится слово κατάσκιος? — тенистый — κουβαριασμένος — ανθόρροια — ασπροντύνομαι — διατριβογράφος — αετόμορφος — μυτάρα — θρηνώδης — αναλος — φουρνέλο — κανακάρικο — κρατήρας — δευτεροβάθμιος — αξιομίμητος — οροπληροφορικός — πύθων — βελονοθήκη — γλαυκότητα — βλεφαριδικός — προσύλληψη — λιγουρευτός — δέσμιος |
|||