Новогреческий словарь
υπόσκληρος
υπόσκληρ|ος
твердоватый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
твердоватый
? —
υπόσκληρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπόσκληρος
? — твердоватый
#
(ново)греческий словарь
—
εξευρωπαΐζω
—
ακροθαλάσσι
—
σκεπτικότης
—
αυτογονιμοποίηση
—
πραματευτάδικο
—
αρκουδιάρικος
—
εκρηκτήρ
—
λαφράδα
—
αντένδειξη
—
μοναστηριακός
—
ευχετικός
—
υποσημειώνω
—
ηχερός
—
υπογλυκαιμία
—
ερμηνεία
—
ανέκκλητος
—
αεροβάτης
—
τέρπω
—
οξύρρυγχος
—
αναμεστώνω
—
σουμμάρισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве