Новогреческий словарь
σεργιάνι
σεργιάνι
το
прогулка
;
κάνω (или βγαίνω στό) ~ — прогуливаться, совершать прогулку
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
прогулка
? —
σεργιάνι
как с
(ново)греческого
переводится слово
σεργιάνι
? — прогулка
#
(ново)греческий словарь
—
χεροκρατιέμαι
—
καλοπιστία
—
πεντάγλωσσος
—
διαρκής
—
λιθολογία
—
αμείωτος
—
χοροδιδάσκαλος
—
υδρόφυτα
—
διακονόθρεμμα
—
δυσκρασία
—
ατμόσφυρα
—
ανταπεργώ
—
αγαπητός
—
αποτσακίζω
—
ωτίτης
—
νούντσιος
—
ανεκδιήγητος
—
στιγμιογράφησις
—
περιρραφή
—
μπαγάσας
—
λαγόνες
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве