Новогреческий словарь
εξήψα
εξήψα
αόρ. от εξάπτω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξήψα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ζωοειδής
—
μυκώμαι
—
γλυκόνειρεύομαι
—
απόγειο
—
ανταπόδομα
—
χαρατσώνω
—
πυρίπνους
—
εκλιπαρώ
—
λινόσπορος
—
προγραμματίζω
—
στοιχειοθήκη
—
ενδοθερμικός
—
αντιπερισπώ
—
αλληλεξαρτώμαι
—
μαντρίζω
—
γιγαντισμός
—
χειροπέδη
—
τσάκιση
—
αποστακτικός
—
δασονομικός
—
κουρντιστήρι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,