Новогреческий словарь
εξήψα
εξήψα
αόρ. от εξάπτω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξήψα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ξαναφέρνω
—
καρυκευτός
—
μονόφθογγος
—
μαγνάδι
—
ασπούδαστος
—
ζάρωμα
—
λιγόπιστος
—
ραντιστός
—
επιμύθιο
—
καρατάρω
—
μετάβαση
—
χοντροφτιαγμένος
—
ξηγάω
—
συμψηφισμός
—
τυράννισμα
—
τυποκλόπος
—
πεσιμιστικός
—
παρασκεύαση
—
σωτήριος
—
αποδίδω
—
ναυτοπρόσκοπος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве