|
(-ιδος) η должиица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово должиица? — οφειλέτις как с (ново)греческого переводится слово οφειλέτις? — должиица — ζεϊμπέκικο — βάσανος — ελλύχνιον — μέλισσα — επικολλητικός — κυριολεκτώ — ξαπλωσιά — υστερόβουλος — ανάλλαγος — γίγας — κερατιάτικος — ρομαντζάρω — γελοιογράφος — αργοπορώ — πενταετηρίδα — λικεράκι — βεντάλια — χρώμιο — αχρήστευση — φούρκισμα — αποτσιπωσύνη |
|||