Новогреческий словарь
ρόϊδο
ρόϊδο
το
гранат
(плод);
===
τά κάνω ρόϊδο — а) терпеть неудачу; б) провалить, испортить дело
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гранат
? —
ρόϊδο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρόϊδο
? — гранат
#
(ново)греческий словарь
—
καρπούμαι
—
συμμαζευτός
—
σπονδυλικός
—
αυτοτιτλοφορούμαι
—
Πεντηκοστή
—
μαιευτικός
—
πλούσιος
—
αλιεία
—
συμφορά
—
ξεβαβουλίζω
—
ξέφωτα
—
παλαιοελλαδίτισσα
—
βρες
—
εθελοδουλεύω
—
αερομετρητής
—
αραιόθριξ
—
ασυναίσθητος
—
υατσίνθι
—
προστασία
—
δημεγερσία
—
διαισθητικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве