|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μονόχρονος? — — πολύγνωρος — κουκκίδα — επαμειβόμενος — ξεσκονίζω — κακορρίζικος — αχεροκάλυβο — γουρουνοτσάρουχο — βουλευτηλίκι — ξεκοκκαλίζω — εργαλειακός — πυελικός — συννεφιασμένος — περιτραχήλιον — στερνήσιος — ταχύτητα — αρτοβιομηχανία — χριστιανός — ράμφισμα — πρηνής — παραπόρτι — αρτύζω |
|||