|
бирманский, относящийся к Бирме #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бирманский? — βιρμανικός как на (ново)греческом будет слово относящийся к Бирме? — βιρμανικός как с (ново)греческого переводится слово βιρμανικός? — бирманский, относящийся к Бирме — αμφίκυρτος — εκτροπίαση — συντυχάννω — μεταφραστής — παραμυθού — λυτάρι — πυγονιπτήρας — σβάστική — αντίχειρος — υπομειδιώ — μονοχρώματος — αμοιβή — γυψοποιείο — θυμικό — στωϊκότητα — πωρούμαι — Χιλιανή — συρματόβουρτσα — σκαλπέλλο — άρκλα — αβουλησία |
|||