|
το 1) модель; ζωντανό ~ — натурщик, натурщица; 2) прям., перен. образец; νέα ~α — новые образцы; πάρ' τον γιά ~ — [phrase]возьми его за образец[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово модель? — μοντέλο как на (ново)греческом будет слово образец? — μοντέλο как с (ново)греческого переводится слово μοντέλο? — модель, образец — σφάκα — υποτίθεται — ξέσμα — συγκεντρώνομαι — αζόριστος — χολαιμικός — υπερτίμηση — εξαρτώμαι — αμυγδαλόπομα — υπερθεματίζω — χαίτη — ταγγός — ανεπιμιξία — πεσιμισμός — Σαδδουκαίος — ισοδυναμικός — φωτοψευδαργυρογραφία — αγωγιάτης — οξυγονοκόλληση — τελάρο — κοφεόδενδρον |
|||