|
относящийся к работорговле #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к работорговле? — δουλεμπορικός как с (ново)греческого переводится слово δουλεμπορικός? — относящийся к работорговле — βελτιώνω — καταρράκτη — προοίμιο — μητροπολίτης — νηστεύω — κοκκώδης — ανεμολογία — επισανίδωμα — εσταυρωμένος — σφίξιμο — επταφωνία — καταντοίνω — ξασπρουλιάρης — κούρβουλο — πόλις — χρηματολογώ — δημοσιογραφώ — γαλακτοβούτυρο — υποβοηθός — ταξίδι — πάστρα |
|||