|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παγάκι? — — αλετροπόδι — εξωγενής — ακολάκευτα — δεκαεπταετία — γενετήσιος — διεξοδικός — παθητικότητα — συσπαστικός — αδίστακτος — μεταλλάκτης — ψίθυρος — αεργία — μάζεμα — δωρεοδόχος — ανεπαίσθητος — απιλογούμαι — υπομονεύω — εθνικιστικός — δύσθυμος — καταφυγή — προσκυνημένος |
|||