|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανοσολογία? — — μυθογράφος — μοτόν — σοϊλούδικος — κοίτασμα — ορφανικός — σκιαγραφικό — ελεγκτέος — επάξιος — σπλαχνούμαι — μαγάρι — απρόσιτο — αισχρολόγημα — δραγασιά — άσκιαχτος — εξακουστός — στέφος — ανάμειξη — πτώχευση — ιλιγγιώδης — υποσημειούμαι — υποκόμης |
|||