|
ο затылок; шея; === κάθομαι στό ~ο κάποιου — сидеть (__у кого-л.__) на шее; ψωνίζω από ~ο — с треском провалиться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово затылок? — σβέρκος как на (ново)греческом будет слово шея? — σβέρκος как с (ново)греческого переводится слово σβέρκος? — затылок, шея — ίσον — παραδείσιος — ακανθοφόρος — αποτσιπωσύνη — μητρίτις — υδαταποθήκη — αρραβωνιάρης — καλονυχτίζω — υπολαμβάνω — αποσήπομαι — ανεξάλειφτος — καστανομάτης — αρχαιόσυλος — ασημένιος — παιδοκομώ — πρωτοφτάνω — αργυρούς — χαρχάλι — ξενηλασία — φωτοταχυμετρία — αψιώνω |
|||