Новогреческий словарь
σβέρκος
σβέρκ|ος
ο
затылок; шея
;
===
κάθομαι στό ~ο κάποιου — сидеть (__у кого-л.__) на шее
;
ψωνίζω από ~ο — с треском провалиться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
затылок
? —
σβέρκος
как на
(ново)греческом
будет слово
шея
? —
σβέρκος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σβέρκος
? — затылок, шея
#
(ново)греческий словарь
—
δελεάζομαι
—
αντιλαλώ
—
διαδρομεύς
—
ανοικοδομημένος
—
δίφωνος
—
ξεβράκωμα
—
χαρουπάλευρο
—
διεστραμμένος
—
μιλιούνι
—
απερίσπαστος
—
πασαλίκι
—
παραπληγία
—
γραπατσώνω
—
χρωματίζω
—
μετάληψη
—
υδρόμετρο
—
δίζελ
—
ξημεροβραδιάζομαι
—
καλκάνι
—
αποθεωτικός
—
υπότρομος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве