Новогреческий словарь
νερομάννα
νερομάννα
η
ключ, источник, родник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ключ
? —
νερομάννα
как на
(ново)греческом
будет слово
источник
? —
νερομάννα
как на
(ново)греческом
будет слово
родник
? —
νερομάννα
как с
(ново)греческого
переводится слово
νερομάννα
? — ключ, источник, родник
#
(ново)греческий словарь
—
αργυρώδης
—
παράπλευρος
—
κανναβένιος
—
ληστοσυμμορία
—
δικαίωμα
—
σελιδοθέτης
—
ιχθυοκαλλιέργεια
—
αθειάφιστος
—
μαλακώνω
—
μουγκαλίζω
—
μαρμελάδα
—
σησαμόπολτος
—
βύζαρος
—
έπιπλο
—
αψινθώνω
—
στυφάτο
—
πεσσιμιστικός
—
κρανιομετρία
—
υπόχρεως
—
μειονέκτημα
—
αιθερόπλαστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве