|
никелевый; никелированный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово никелевый? — νικέλινος как на (ново)греческом будет слово никелированный? — νικέλινος как с (ново)греческого переводится слово νικέλινος? — никелевый, никелированный — μαρξιστικός — ξαναφαίνομαι — όρθριος — αγρύπνημα — αγγλομάθεια — δεσποινίδα — αστειεύομαι — αφεντογυναίκα — ανεπικερδής — ανθάκι — ευπαθής — σπλάγχνο — υπόσκληρος — αγιαστούρα — απορρευστοποίηση — ολιγαρχία — ιστίο — ασφυξιογόνος — καρεκλί — ετεροτροφία — λιόκουρο |
|||