|
η мед. стафилококковая инфекция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стафилококковая инфекция? — στοφυλοκοκκίαση как с (ново)греческого переводится слово στοφυλοκοκκίαση? — стафилококковая инфекция — βυσσινί — γοερός — πλεονεκτώ — αποκάνω — αλεύκαντος — κήπευση — φυλογενετικός — οπτάνθραξ — εντράδα — συνδιαλλάσσομαι — διεθνολογία — νταβραντίζω — λατρευτός — ελκωμα — μερκαντιλισμός — ερυθρόχρους — μοντερνιστικά — Ουκρανία — λυπώ — υποτακτική — αποτελειωμένος |
|||