|
αόρ. от βρίσκω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βρήκα? — — διπλότυπος — αλάργεψη — ανέφελος — άψα — λινός — οκτάβα — αυτοεξευτελισμός — αμερικανικός — λαγανόψωμο — υπεραστικό — μοσκοκερητιά — μπεκτζής — τερμίτης — φόρμουλα — ίσα — σεβασμός — μαμακούλα — ξάφνισμα — εξωνάρθηκας — υγροτροπισμός — βδέλλα |
|||