ηδυνήθην

формы словаβ
ηδυνήθην
αόρ. от δύναμαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ηδυνήθην? —


κυκεώναςκάππαρηακριδοκτόνοςβέσταβαμβακοπαραγωγόςαναύλωτοςγαρώνωαπόπλυμασφραγιστόςμαντράχαλοςοπτιμιστικόςαστραπόμορφοςέκκλησηγκρεμνίζομαιουδετερόφιλοςχνάριηθικόςωόπ!λειχηνόμορφοςηπατοτομίαχονδρόκολλα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit