|
αόρ. от δύναμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ηδυνήθην? — — κυκεώνας — κάππαρη — ακριδοκτόνος — βέστα — βαμβακοπαραγωγός — αναύλωτος — γαρώνω — απόπλυμα — σφραγιστός — μαντράχαλος — οπτιμιστικός — αστραπόμορφος — έκκληση — γκρεμνίζομαι — ουδετερόφιλος — χνάρι — ηθικός — ωόπ! — λειχηνόμορφος — ηπατοτομία — χονδρόκολλα |
|||