|
двухвинтовой (о судне) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двухвинтовой? — διπλέλικος как с (ново)греческого переводится слово διπλέλικος? — двухвинтовой — φαντασιακός — οινοπνευμοτοποιίο — φαταλίστρια — σβελτέτσα — ρύζι — πατημασιά — δοντάκι — κλαίγομαι — εμβίβαση — ψωμάκι — σεντονάκι — διαξαίνω — όζαινα — προπαραλήγουσα — θαλασσοπόρος — μεσοχωρίτης — ρίπημα — χείλι — κροσσωτός — κορεννύω — ός |
|||