|
немощёный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово немощёный? — αλιθόστρωτος как с (ново)греческого переводится слово αλιθόστρωτος? — немощёный — στείφτης — γής — συγύρι — περισυνάγω — καταιγιστικός — εκτρέπομαι — βαμβάκια — αηδονολαλώ — συνενώνω — ψευδότιλος — τορπιλλοβόλο — εξαγορά — αφόρετος — ντροπιάζω — γαλακτόμετρο — αυγουστιάτης — αναδετός — ξεμαθαίνω — αριθμολογία — οι — υδρομέτρης |
|||