δωδέκατ|ος

формы словаβ
δωδέκατ|ος
двенадцатый;
          ~άτη ώρα — а) полдень, полночь; б) последний момент;
          επερίμεναν νά έλθουν τήν ~άτην ώραν — [phrase]их ждали до последнего момента[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово двенадцатый? — δωδέκατος
как с (ново)греческого переводится слово δωδέκατος? — двенадцатый


τετροποδισμόςαλλοιοφανήςκρηνίδαφυλάττωαναζευγνύωντοριόςανισομερώςκοσμογραφίαπτωχεύωμασκαράςφαίνομαιθερμοφωταύγειαγευτικόςχρωμόσωμασείστροματέιατρικόεντερεκτομίαακινητότηςκαπνεμπόριοσηπτικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit