|
(-εως) η 1) одевание; 2) мор. обшивка (судна) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одевание? — ένδυσις как на (ново)греческом будет слово обшивка? — ένδυσις как с (ново)греческого переводится слово ένδυσις? — одевание, обшивка — σκωληκίασις — ναύκληρος — απομονώνομαι — ρούμι — εκμηχανισμός — επισκηπτικός — τυροπιτάς — αστεροφεγγής — εθνομάρτυρας — πατέρα — αυτογνωστικός — αυτοδύναμο — εμπασμα — ψυχολογοκρατία — λεπτουργός — αγγελομάχημα — κολάϊ — σιναπάλευρο — νοιώσιμο — κατάμονος — πυρίμαχος |
|||