|
везде, повсюду; ο ~ παρών — вездесущий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово везде? — πανταχού как на (ново)греческом будет слово повсюду? — πανταχού как с (ново)греческого переводится слово πανταχού? — везде, повсюду — βουτίνα — γυαλιστερός — πρωτομάρτυς — γειτονία — αντέγγραφον — πλατυκέφαλος — όρχος — συνταυτισμός — ντούέτο — σηματολόγιο — ατίναχτος — σπερμολογία — αξιέραστος — αγκριζάριστος — ψαροχώρι — ωκεανογράφος — χαμηλοφώνως — βομβυκοτρόφος — ενθρονίζομαι — πίδακας — αττικίζω |
|||