|
το ящик (прилавок в церкви, где продают свечи и пр.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ящик? — παγκάρι как с (ново)греческого переводится слово παγκάρι? — ящик — δίφυλλος — βραχονησίδα — κορδωτός — αυτοβουλία — ανυποχώρητος — δευτερόγονος — εξοντώνομαι — ζωοφιλία — εορταστής — κανονισμός — σταθερεύω — εμφανίζομαι — βιογράφος — οργανάκι — πλυντήριος — φουμιά — ευγραμμία — εκκρεμές — τρικό — πρωτοχρονιά — εξόντωση |
|||