|
(αόρ. εισέπνευσα) вдыхать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вдыхать? — εισπνέω как с (ново)греческого переводится слово εισπνέω? — вдыхать — άλτ! — νοσταλγός — εκκριματοφόρος — πρόσκειμαι — υποτέλεια — μαγκίτης — φιδόχορτο — φιλοκατήγορος — αναδετός — βαλάντωμα — απλησίοστον — λαξ — γλαριάζω — αλισσιβιάζω — Ιούλιος — μπουρινιάζω — γαστρεντερικός — σταματημένος — πεσιμιστής — πατήκωμα — τριαδικός |
|||