εισπνέω

формы словаβ
εισπνέω
(αόρ. εισέπνευσα) вдыхать



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово вдыхать? — εισπνέω
как с (ново)греческого переводится слово εισπνέω? — вдыхать


άλτ!νοσταλγόςεκκριματοφόροςπρόσκειμαιυποτέλειαμαγκίτηςφιδόχορτοφιλοκατήγοροςαναδετόςβαλάντωμααπλησίοστονλαξγλαριάζωαλισσιβιάζωΙούλιοςμπουρινιάζωγαστρεντερικόςσταματημένοςπεσιμιστήςπατήκωματριαδικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit