Новогреческий словарь
αναβαπτίζομαι
αναβαπτίζομαι
:
αναβαπτίσθηκα εις τήν λαϊκήν εντολήν — [phrase]я снова избран[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναβαπτίζομαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
προστιμάρισμα
—
ένδικος
—
αγγειοβριθής
—
άβλητος
—
πιανίσσιμο
—
μυκτηριστής
—
εκπλειστηρίασμα
—
βαμβακουργός
—
οινοφόρος
—
ανίσως
—
ψάρεμα
—
αντιστρατεύομαι
—
χυλωμένος
—
νιτερέσο
—
ψήστρια
—
ζαρουκλα
—
θαυματουργός
—
κλόουν
—
ανεπιστέγαστος
—
διακλαδωτικός
—
ξυπνώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве