|
η воен. ранец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ранец? — σιτιοδόχη как с (ново)греческого переводится слово σιτιοδόχη? — ранец — ημισκιά — ετεροδικία — διακανόνιση — μυρμηγκότρυπα — κουλάκος — περιστρέφομαι — μασάω — μουνουχισμένος — ανερράγην — κρυφοσμίγω — ποτάμι — βενζινοκίνητος — τσοχένιος — αξαδέρφισσα — ανέλατος — σκλήρωμα — κογκάρδα — κυτταρώδης — αποίκιση — ποίημα — ομορφοκορη |
|||