|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ὁπτῶ? — — Αιθίοψ — διισχυρισμός — λωτοειδής — μπάγκα — δικαιοδοτώ — φώνηση — αμετροβαθής — λιγδιάρης — στιχοποιός — βαρύτητα — πιγκώνω — τραχωματικός — παραπαίρνομαι — κουλτούρα — υψούμαι — καταποτήρας — ποδηλατάδικο — απεύχομαι — λανθασμένα — αναβολή — μπακιρικό |
|||