Новогреческий словарь
διευρύνω
διευρύνω
(αόρ. διηύρυνα)
расширять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
расширять
? —
διευρύνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
διευρύνω
? — расширять
#
(ново)греческий словарь
—
πρόσθεμα
—
ψαμμίαση
—
αποθαμένος
—
ανακοινωθέν
—
συνθετικός
—
αρχοντόπουλο
—
παρατάω
—
παραδόξως
—
αυτεπαινούμαι
—
πρόωση
—
Λεττονίδα
—
πρωτομαιάτικος
—
δασυνόμενος
—
πείνα
—
δεσπότης
—
είδος
—
αχλωροφυλλία
—
αγέννηγος
—
κούρα
—
ανθοκήπι
—
στερεώνομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве