|
ο бальзамировщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бальзамировщик? — ταριχευτής как с (ново)греческого переводится слово ταριχευτής? — бальзамировщик — απόδιαβα — αποσυμπιέζω — διάρρευση — εκθάπτω — αποσταφιδιάζω — υπονομευτικά — αφενάκιστος — εξέχω — σοκακάς — ερευνήτρια — αφανέρωτος — κιτρινοπούλα — ξανακεντάω — τέως — οστρακοειδή — γδαρτός — αρκουδιάρικος — εκφοβητικός — κερατίνη — καλτσάτος — γιασεμόλαδο |
|||