|
перемежаться, чередоваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перемежаться? — επαλλάσσομαι как на (ново)греческом будет слово чередоваться? — επαλλάσσομαι как с (ново)греческого переводится слово επαλλάσσομαι? — перемежаться, чередоваться — ελαιοπαραγωγικός — ζυγούμαι — σπώ — μυριοπτέρυγος — κινητό τηλέφωνο — ανίσως — μανία — χαλκωματάδικο — αποφοίτηση — ραδιοτηλεγραφία — αδιάπλευστος — λίπωμα — εγωΐστρια — καταυλισμός — δεφτέρι — θέσμιος — πρίγκιπας — ξεκοιλιάζω — αμειδίαστος — ερμελίνη — άκαρι |
|||